Εν έτη 2021 η χειραφέτηση ανδρών/γυναικών & η εγκαθίδρυση κουλτούρας υγείας, ασφάλειας & ευημερίας στους εργασιακούς χώρους θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα όλων!
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και η μοναδικότητα του πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Η κουλτούρα οποιουδήποτε οργανισμού διαμορφώνεται από το πόσο και σε ποιο βαθμό ένας ηγέτης είναι διατεθειμένος να ανεχθεί χείριστες συμπεριφορές συνεργατών & εργαζομένων. Η εγκαθίδρυση ιδανικών συνθηκών εργασίας στους χώρους εργασίας και η εξάλειψη ενός τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος, αποτελούν ύψιστο στόχο κάθε επιχείρησης.
Η ηθική παρενόχληση ορίζεται ως η υπόγεια ψυχολογική βία η οποία ασκείται από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων, κατά ενός ατόμου ή ομάδας ατόμων. Εκφράζεται μέσα από μία αλυσίδα αντιδεοντολογικών συμπεριφορών οι οποίες, ενώ φαινομενικά είναι ασύνδετες μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι όλες μέρος μίας στρατηγικής εκφοβισμού, ταπείνωσης και αποδυνάμωσης του στόχου. Αποτελεί μία ακραία μορφή πρόκλησης στρες στον εργασιακό χώρο. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τους συνηθισμένους στρεσογόνους παράγοντες είναι ότι αποτελεί μία συστηματική, μακρόχρονη και ύπουλη τακτική, η οποία μέσα από συχνές και επαναλαμβανόμενες αρνητικές συμπεριφορές, στοχεύει στην ψυχολογική και εργασιακή εξόντωση του θύματος.
Ο εκφοβισμός είναι μία επίμονη, λεκτική και μη λεκτική επιθετικότητα στην εργασία, η οποία περιλαμβάνει προσωπικές επιθέσεις, κοινωνικό αποκλεισμό και μία πληθώρα από οδυνηρά μηνύματα και εχθρικές συμπεριφορές. Η βία στο χώρο εργασίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε περιστατικό κατάχρησης, απειλής ή επίθεσης σε ένα άτομο στο χώρο εργασίας κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εργασιακών καθηκόντων. Μπορεί να περιλαμβάνει σωματική επίθεση, σεξουαλική επίθεση, παρενόχληση ή επιθετική συμπεριφορά, λεκτική κακοποίηση/απειλή, περιστατικά που σχετίζονται με θυμό, βωμολοχία, χλευασμό, διάκριση, δυσφήμιση, διαφωνία σε έντονο ύφος, φάρσες, εμπρησμό, σαμποτάζ, βανδαλισμό, κλοπή, ζημιά περιουσίας, βιασμό κλπ.
Κάθε καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με λόγια, πράξεις, γραπτά μηνύματα και μπορεί να μειώσει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του εργαζομένου με αποτέλεσμα να διαταράξει το εργασιακό κλίμα ασφάλειας στο χώρο εργασίας και να θέσει σε κίνδυνο την εργασία και την υγεία του ατόμου.
Με την πρόκληση σωματικής βλάβης εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου/τραύματος ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως μετά από παρατεταμένη απομόνωση και απόκρυψη σε βάρος του θύματος εργασιακού εκφοβισμού.
Η βία στο χώρο εργασίας μπορεί να προέρχεται από πελάτες, ή μέλη του κοινού, αλλά μπορεί να συμβαίνει επίσης μεταξύ εργαζομένων, εποπτών και διευθυντών. Περιλαμβάνει επίσης βία από μέλος οικογενείας ή οικιακής σχέσης όταν αυτό συμβαίνει στο χώρο εργασίας ή όπου αλλού ο εργαζόμενος ασκεί τα καθήκοντα του, σε διαφορετική τοποθεσία ακόμη και αν ο χώρος εργασίας είναι το σπίτι, σε περιπτώσεις τηλεργασίας ή σε οικεία πελάτη. Μπορεί επίσης να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας εργασιακής δραστηριότητας, όπως ένα ταξίδι εργασίας, ένα εκπαιδευτικό μάθημα, ένα συνέδριο ή σε μια κοινωνική δραστηριότητα που σχετίζεται με την εργασία.
Η σεξουαλική παρενόχληση περιλαμβάνει συμπεριφορές που κάνει το περιβάλλον στο οποίο εργάζεται κανείς δυσάρεστο ή απειλητικό με ένα σεξουαλικά εχθρικό τρόπο, όπως με σεξουαλικά προσβλητικές εικόνες ή με μια κουλτούρα με υπονοούμενα σχόλια ή αστεία, ακόμα και αν αυτή η συμπεριφορά δεν απευθύνεται ειδικά σε προσωπικό επίπεδο.
Δεν είναι μόνο οι σωματικές μορφές βίας που αποτελούν πρόβλημα.
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης που κάνει ένα άτομο να αισθάνεται προσβεβλημένο, ταπεινωμένο ή εκφοβισμένο και μπορεί να έχει διάφορες μορφές και να περιλαμβάνει ανάρμοστες συμπεριφορές όπως τα σεξιστικά/ ρατσιστικά αστεία, τα προσβλητικά σχόλια, η λήψη φωτογραφιών χωρίς συγκατάθεση, τα απειλητικά/προσβλητικά emails, τα ρητά σεξουαλικά μηνύματα ή τηλεφωνήματα ή διαδικτυακές αλληλεπιδράσεις όπως δημοσιεύσεις σε κοινωνικά μέσα, η ανεπιθύμητη επαφή ή φυσική επαφή, τα ανεπιθύμητα χάδια, η ταπείνωση, το επίμονο βλέμμα σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος, η χρήση σεξουαλικών προσβλητικών εικόνων, η προβολή πορνογραφίας, οι ανεπιθύμητες προσκλήσεις για ραντεβού, τα αιτήματα ή η απαίτηση για σεξ/σεξουαλικές προτιμήσεις, η συνεχής παρενόχληση, η καταδίωξη, όλα, έχουν σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ψυχική, σωματική και πνευματική υγεία ενός ατόμου. Μπορούν να βλάψουν τόσο το άτομο στο οποίο απευθύνεται όσο και τον καθένα που τυχόν παρευρίσκεται παρόν στο περιστατικό (μάρτυρας).
Α. Η Διοίκηση των εταιρειών οφείλει να ευαισθητοποιείται στα θέματα αυτά και να λαμβάνει δράσεις ως προς την ίδρυση και καθιέρωση «Πρωτοκόλλων & Κώδικα Ηθικής Δεοντολογίας έναντι οποιασδήποτε μορφής βίας» για την προστασία όλων των εργαζομένων. H λήψη μέτρων για την πρόληψη της βίας και η ίδρυση πολιτικής και διαδικασιών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισής, εάν συμβεί, είναι επιτακτική. Υπάρχουν πολλά μέτρα που μπορεί να υιοθετήσει μια επιχείρηση για να διαχειριστεί τον κίνδυνο βίας και επιθετικότητας και να εκπληρώσει τα καθήκοντα της όσον αφορά την προάσπιση της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Η εργοδοσία πρέπει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο βίας και επιθετικότητας όπως θα έκανε με οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο στο χώρο εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τεθεί ως στόχος η εφαρμογή μιας προσέγγισης διαχείρισης κινδύνων βίας και επιθετικότητας για την εξάλειψη ή την ελαχιστοποίηση των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στο βαθμό που είναι λογικά εφαρμόσιμος, για να αποτραπεί η κλιμάκωση τέτοιων συμπεριφορών σε πιο σοβαρές μορφές βίας.
Η διαχείριση των κινδύνων περιλαμβάνει:
-Προσδιορισμός κινδύνου, δηλαδή, πώς, πού και πότε μπορεί να συμβεί ένα βίαιο περιστατικό ή επιθετική συμπεριφορά.
-Αξιολόγηση της πιθανότητας του ότι ένας εργαζόμενος μπορεί να βιώσει βία ή επιθετικότητα και πώς μπορεί να τον επηρεάσει (π.χ. τη σωματική ή ψυχική του υγεία).
-Εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων ελέγχου με στόχο την αποτροπή εμφάνισης του κινδύνου και ίδρυση πρωτοκόλλων αντιμετώπισης του, εάν συμβεί.
-Επιθεωρήσεις και επιβεβαίωση ελέγχων εφαρμογής λειτουργίας των μέτρων και λήψη επιπρόσθετων μέτρων ασφαλείας.
-Συνεργασία και επικοινωνία με τον Ειδικό Ιατρό Εργασίας, με τα στελέχη της Εταιρίας που απαρτίζουν τους αντιπρόσωπους σε θέματα υγείας και ασφάλειας, εάν υπάρχουν καθώς και με τους εργαζομένους.
Γενικά, ο εργοδότης μπορεί να συμβάλλει στο να αποτρέψει τη βία και την επιθετικότητα στο χώρο εργασίας παρέχοντας σε όλους τους εργαζομένους τα κάτωθι:
-Δημιουργία ενός ασφαλούς φυσικού και διαδικτυακού εργασιακού περιβάλλοντος. Οι χώροι εργασίας πρέπει να είναι ασφαλείς, να έχουν καλή επιτήρηση και παρακολούθηση, να υπάρχει καλός φωτισμός ώστε να μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο βίας και να υπάρχει σχεδιασμός για το πώς μπορεί κανείς να ανταποκριθεί εάν συμβεί. Αποφυγή παρουσίας επίπλων, χωρισμάτων ή τοίχους που μπορούν να περιορίσουν τις κινήσεις και την ορατότητα των εργαζομένων.
-Διαχωρισμός των εργαζομένων από το κοινό χρησιμοποιώντας διαχωριστικά ή υψηλούς πάγκους και αν οι εργαζόμενοι εργάζονται μόνοι ή τη νύχτα, υιοθέτηση μέτρων ασφαλείας, όπως προσωπικό ασφαλείας, βίντεο παρακολούθησης, συστήματα επικοινωνίας και συναγερμού. Άτομα με ιστορικό βίας ή επιθετικής συμπεριφοράς θα πρέπει να αποκλείονται από τους χώρους εργασίας. Παρακολούθηση του διαδικτυακού εργασιακού περιβάλλοντος κατά περίπτωση π.χ. ρυθμίσεις ασφαλείας, χρήση κοινωνικών μέσων για σκοπούς εργασίας και παρακολούθηση για το πώς οι εργαζόμενοι & οι πελάτες αλληλεπιδρούν στο διαδίκτυο.
-Δημιουργία ασφαλών συστημάτων εργασίας και διαδικασίες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση βίας και επιθετικότητας, όπως διαδικαστικά πρωτόκολλα για μοναχική εργασία ή νυχτερινή εργασία. Εάν οι εργαζόμενοί εργάζονται σε άλλα μέρη όπως το σπίτι του πελάτη, οφείλουν να εκπαιδευτούν για το πώς να κάνουν εκτίμηση επικινδυνότητας κατάστασης, να ελέγχονται τακτικά καθ ‘όλη τη διάρκεια της βάρδιας τους και να ορίζονται διαδικασίες για την αξιολόγηση και διαχείριση των συμπεριφορών των πελατών.
-Ίδρυση πολιτικής στο χώρο εργασίας που καθορίζει πώς η κουλτούρα του χώρου εργασίας θα αποτρέψει και θα ανταποκριθεί στη βία και επιθετικότητα, συμπεριλαμβανομένων αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς όλων των εργαζομένων, πελατών. Είναι ευθύνη των εργοδοτών να καθορίσουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που παρέχουν έναν ασφαλή χώρο εργασίας για όλους τους εργαζόμενους. Πρέπει να καλλιεργείται μια ασφαλή και σεβαστή κουλτούρα στο χώρο εργασίας όπου δεν γίνεται ανεκτή η βία και η επιθετικότητα και όλα τα θέματα να μπορούν να συζητηθούν ανοιχτά και τακτικά. Επιβεβαίωση ότι όλοι οι εργαζόμενοι στο χώρο εργασίας κατανοούν τι είναι η βία και η επιθετικότητα και ότι δεν θα γίνει ανεκτή από κανέναν, συμπεριλαμβανομένων των πελατών.
-Εφαρμογή γραπτής πολιτικής με κοινοποίηση προς όλους τους εργαζομένους, τους πελάτες και τους επισκέπτες, ότι ο οργανισμός έχει μηδενική ανοχή απέναντι στη βία και την επιθετικότητα και απαρίθμηση των ευθυνών όλων των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών αρχών και των διευθυντών) και των διαδικασιών για αντιμετώπιση βίαιων ή επιθετικών συμβάντων (τόσο κατά τη στιγμή του συμβάντος όσο και μετά) και καθοδήγηση για την αναφορά των περιστατικών στις διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης. Ευαισθητοποίηση με ανάρτηση πολιτικής σε πίνακες ανακοινώσεων, με διανομή φυλλαδίων, με δημιουργία αφισών ή με ανεπίσημες συζητήσεις με εργαζόμενους για να διασφαλιστεί ότι κατανοούν τη στρατηγική του Οργανισμού. Ενημέρωση των εργαζομένων για το πού, πότε και πώς η βία μπορεί να συμβεί στο χώρο εργασίας, πώς πρέπει να ενεργεί κάποιος εργαζόμενος κατά τη διάρκεια ενός συμβάντος και τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί. Εκπαίδευση των εργαζομένων για το πώς να αντιμετωπίζουν δύσκολους ανθρώπους, πως να επιλύουν συγκρούσεις, τι πρέπει να κάνουν εάν κάποιος παρενοχλείτε σεξουαλικά, ή εάν τυχαίνει να είναι μάρτυρας σε κάποιον άλλον που παρενοχλείτε, πότε και πώς να προωθούνται τα ζητήματα σε υφιστάμενους και πώς να διατηρείται η διαφάνεια και να αναφέρονται τα περιστατικά σε διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης. Η έγκαιρη αντιμετώπιση ανεπιθύμητων ή προσβλητικών συμπεριφορών μπορεί να σταματήσει την περαιτέρω κλιμάκωση. Μερικές φορές, μορφές ήπιας παρενόχλησης μη αποδεκτές μπορεί να θεωρηθούν ως μέρος της καθημερινής εργασιακής ζωής, όπως σεξουαλικά αστεία, φυλετικά πειράγματα ή χρήση ακατάλληλων ψευδωνύμων σε συναδέλφους. Αυτές οι μικρές πράξεις παρενόχλησης μπορεί εύκολα να αγνοούνται, αλλά αυτές οι ίδιες συμπεριφορές μπορούν γρήγορα να κλιμακωθούν σε πιο σοβαρές μορφές παρενόχλησης και μπορεί να δημιουργηθεί μια κουλτούρα όπου οι εργαζόμενοι δεν αισθάνονται ασφαλείς ή δεν νιώθουν την απαραίτητη υποστήριξη να αναφέρουν περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Σε μια επιχείρηση όλοι πρέπει να κατανοούν τις πολιτικές και συμπεριφορές που αναμένονται από αυτούς σε ένα χώρο εργασίας, καθώς οι εργαζόμενοι προέρχονται από διαφορετικά πολιτιστικά, κοινωνικά, γλωσσικά, και μορφωτικά υπόβαθρα.
-Αντιμετώπιση της βία στο χώρο εργασίας. Είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η ακατάλληλη συμπεριφορά από νωρίς. Η ευεξία των εργαζομένων με τον τακτικό έλεγχο του φόρτου εργασίας, τη μέτρηση σωστής κατανομής του εργασιακού χρόνου, τον καθορισμό ρόλων και την παροχή εκπαίδευσης, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να εκτελούν το ρόλο τους με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Οι νέοι εργαζόμενοι μπορεί να χρειάζονται περισσότερη υποστήριξη και εποπτεία. Η ενθάρρυνση των εργαζομένων να αναφέρουν περιστατικά βίας και επιθετικότητας με το σωστό οργανωτικό σχεδιασμό επιλογής αναφοράς περιστατικών, (π.χ. επίσημα, ανεπίσημα, ανώνυμα ή εμπιστευτικά). Η επιβεβαίωση ότι οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πώς να αναφέρουν περιστατικά βίας ή επιθετικότητας και εξασφάλιση άμεσης επικοινωνίας με το θύμα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Η σιωπή είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος οποιαδήποτε μορφής βίας. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται το συντομότερο δυνατόν αφού γεννηθεί η υποψία ή η επίγνωση ότι υπάρχει πρόβλημα. Ο εργοδότης μπορεί να ορίσει κάποιον ανώτερο υπάλληλο ως υπεύθυνο επαφής. Αυτό το άτομο πρέπει να συνεργάζεται και με τον Ειδικό Ιατρό Εργασίας της επιχείρησης προκειμένου να αντιμετωπιστούν τέτοιες καταστάσεις. Η συνεχής επικοινωνία με τους εργαζομένους είναι επιτακτική. Οι εργαζόμενοι και άλλα άτομα μπορούν να βοηθήσουν να εντοπιστούν οι κίνδυνοι που μπορούν να οδηγήσουν σε βία και επιθετικότητα στο χώρο εργασίας, να εκφράζουν τις ανησυχίες τους και να δώσουν ιδέες σχετικά με τον τρόπο ελέγχου τους. Οι απόψεις των εργαζομένων σχετικά με θέματα υγείας και ασφάλειας (π.χ. χρήση ανώνυμων ερωτηματολογίων αναφορών προβλημάτων και προτάσεων) πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν από τη Διοίκηση κατά τη λήψη αποφάσεων.
Β. Κάθε εργαζόμενος, έχει καθήκον να ακολουθεί τις οδηγίες που δίνονται από τον εργοδότη και να συμμορφώνεται με την πολιτική υγείας και ασφαλείας (όπως η τήρηση πολιτικών και διαδικασιών για την πρόληψη και την ανταπόκριση στη βία ή την επιθετικότητα στο χώρο εργασίας), να φροντίζει την υγεία και την ασφάλειά του και να μην επηρεάζει αρνητικά την υγεία και την ασφάλεια του εαυτού του ή των άλλων. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να εκτελούν πράξεις βίας ή επιθετικής συμπεριφοράς προς τους συναδέλφους ή άλλα άτομα στο χώρο εργασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την εκτέλεση ή να σταματήσει την ανασφαλή εργασία, ιδιαίτερα εάν υπάρχει εύλογη ανησυχία ότι θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και ασφάλεια του από άμεσο ή επικείμενο κίνδυνο, όπως η απειλή σωματικής επίθεσης. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ενημερωθεί ο εργοδότης το συντομότερο δυνατό, να βρεθεί άμεσα λύση και στη συνέχεια θα πρέπει να είναι διαθέσιμος ο εργαζόμενος για την εκτέλεση κατάλληλης εναλλακτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης άλλων εργασιών που είναι εκπαιδευμένος ή ικανός να εκτελεί.
Κατά τη διάρκεια ενός συμβάντος μπορεί ο εργαζόμενος να επιλέξει να κάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
Η αντίδραση ενός εργαζομένου σε ένα βίαιο ή επιθετικό περιστατικό διαφέρει ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα του συμβάντος. Εάν είναι ασφαλές μπορεί να χρησιμοποιήσει τεχνικές προφορικής αποκλιμάκωσης και απόσπασης της προσοχής. Μπορεί να προειδοποιήσει το άλλο άτομο ότι αντιτίθεται στη συμπεριφορά του, να ζητήσει να σταματήσει και να επιδιώξει να επιλύσει μια κατάσταση προτού κλιμακωθεί επισημαίνοντας ότι η συμπεριφορά είναι ακατάλληλη και τον κάνει να νιώθει ανασφαλής. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του δράστη μπορεί να είναι η ασφαλέστερη απάντηση για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου βλάβης π.χ. κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης ληστείας. Επικοινωνία της ανάγκης για βοήθεια, όπως αναζήτηση υποστήριξης από άλλους εργαζόμενους, προσωπικό ασφάλειας ή άτομα σε κοντινή απόσταση. Αν νιώσει την ανάγκη ότι είναι απαραίτητο θα πρέπει να ενεργοποιήσει έναν συναγερμό (ενεργοποίηση σε απειλητικές καταστάσεις), εάν υπάρχει διαθέσιμος. Απομάκρυνση του θύματος από την κατάσταση και μεταφορά σε ασφαλή τοποθεσία, ζητώντας από τον επιτιθέμενο να αποχωρήσει από την περιοχή εργασίας ή διακοπή της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αναζήτηση βοήθειας από την Αστυνομία, σε περίπτωση που η συμπεριφορά κλιμακωθεί σε σωματική επίθεση ή απειλή. Αφού βιώσει ένα τέτοιο συμβάν, θα πρέπει να λάβει υπόψη τα εξής: Να βεβαιωθεί ότι ο ίδιος και οι γύρω άνθρωποι είναι ασφαλείς. Αναζήτηση πρώτων βοηθειών ή επείγουσας ιατρικής βοήθειας, όπου είναι απαραίτητο. και αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης από συνάδελφο, γραμμή βοήθειας, συμβουλευτικής υπηρεσίας ή εκπρόσωπο εργαζομένων. Καταγραφή ενός αρχείου για το τι συνέβη, πότε και πού συνέβη, ποιος συμμετείχε και οτιδήποτε άλλο νομίζει ο εργαζόμενος ότι μπορεί να είναι σημαντικό, όπως η αποθήκευση ενός αποδεικτικού στιγμιότυπου οθόνης εάν η συμπεριφορά εμφανίζεται στο διαδίκτυο. Αναφορά του περιστατικού σε έναν επόπτη ασφαλείας, στον Ειδικό Ιατρό Εργασίας, στο τμήμα ανθρωπίνου δυναμικού ή στο άτομο που ορίστηκε υπεύθυνο από τον οργανισμό. Η έγκαιρη αναφορά ανεπιθύμητης ή προσβλητικής συμπεριφοράς, σε αρχικό στάδιο, είναι συχνά ένας αποτελεσματικός τρόπος για να αποτρέψει την επιθετικότητα να κλιμακωθεί σε πιο σοβαρές μορφές βίας (εφαρμογή πολιτικής ή διαδικασίας στο χώρο εργασίας σχετικά με τον τρόπο αναφοράς περιστατικών, πώς θα αντιμετωπιστούν τέτοιες καταστάσεις και ορισμός υπηρεσιών υποστήριξης που να είναι διαθέσιμες. Μπορεί να υπάρχει η ανησυχία ότι τα πράγματα θα επιδεινωθούν εάν αναφερθεί ένα περιστατικό στο χώρο εργασίας, ιδιαίτερα εάν το περιστατικό αφορά συνάδελφο. Όλοι όμως έχουν το δικαίωμα να αισθάνονται ασφαλείς στην εργασία. Το να βρίσκεται κανείς σε μειονεκτική θέση ή να αντιμετωπίζεται μειονεκτικά στο χώρο εργασίας επειδή έχει αναφέρει περιστατικό βίας είναι ανάρμοστο και δε συνάδει με την κουλτούρα υγείας και ασφάλειας σε υγιείς χώρους εργασίας.
Γ. Ο θύτης θα πρέπει να αναρωτηθεί για το τι πρέπει να κάνει εάν κατηγορείται για κάποια μορφή βίας στο χώρο εργασίας:
Μια κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να είναι ενοχλητική και να αποτελέσει έκπληξη, αλλά είναι σημαντικό ο θύτης να είναι ανοιχτός σε σχόλια από άλλους και, εάν είναι απαραίτητο, να είναι έτοιμος να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Ο εκφοβισμός δεν αποτελεί αντανάκλαση του χαρακτήρα των θυμάτων, αλλά μάλλον ένδειξη της έλλειψης χαρακτήρα του θύτη.
Μια κατηγορία σεξουαλικής παρενόχλησης πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Ο εργοδότης πρέπει να υιοθετεί πολιτικές ή διαδικασίες στο χώρο εργασίας που υποδεικνύουν και διευκολύνουν τον τρόπο αντιμετώπισης των αναφορών σεξουαλικής παρενόχλησης. Ειδικές συμβουλές και καθοδήγηση δίνονται από Ειδικούς Συμβούλους (Ειδικός Ιατρός Εργασίας, Ψυχολόγος Eργασίας, Επισκέπτης Yγείας, το τμήμα HSR καθώς και από άλλους οργανισμούς όπως ψυχολογική γραμμή βοήθειας, συμβουλευτική υπηρεσία, νομική υπηρεσία ή ένωση συμβουλευτικών ψυχολόγων και Ψυχιάτρων.
Η σιωπή είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος της σεξουαλικής βίας και η κουλτούρα οποιασδήποτε οργάνωσης διαμορφώνεται από τη χειρότερη συμπεριφορά που ο ηγέτης είναι διατεθειμένος να ανεχτεί. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η κατάργηση κάθε είδους Ηθικής Παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, η προστασία της ψυχικής και σωματικής υγείας του εργαζομένου καθώς και της επαγγελματικής του ταυτότητας αποτελεί χρέος όλων και απαιτεί τη ενεργή συμμετοχή & ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκομένων φορέων!
Ελένη Ζορμπά, MD, PhD, Ειδική Ιατρός Εργασίας