
Το Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία στοχεύει στη συνέχιση μιας ένδοξης παράδοσης, που το έχει αναγορεύσει σε ακρογωνιαίο λίθο και ναυαρχίδα της ελληνικής ξενοδοχίας. Δεν είναι απλώς ένα ξενοδοχείο πολυτελείας –το πολυτελέστερο ασφαλώς στην Ελλάδα–, αλλά ένας θεσμός. Από τη στιγμή που δέχθηκε τον πρώτο του πελάτη, το 1874, έως τις μέρες μας, το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» αποτελεί σημείο αναφοράς της κοινωνικής, πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας.
«Μπορεί ένα ξενοδοχείο να έχει αυτοδύναμη παρουσία μέσα στον χρόνο;» αναρωτιόταν ο συντάκτης ενός μακροσκελούς αφιερώματος για την ιστορία του «Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία», που δημοσιεύτηκε στον περιοδικό Τύπο στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
«Ασφαλώς ναι, όταν επιζεί επί ολόκληρες γενεές και ανεξάρτητα από τους επιχειρηματίες που το εκμεταλλεύονται» έδινε ο ίδιος την απάντηση στο –διόλου ρητορικό– ερώτημά του.
Το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν από 126 χρόνια, μισό μόνον αιώνα μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό.

Η ίδρυση του ξενοδοχείου, χάρη στη διορατικότητα του Στάθη Λάμψα, ήταν σαφώς μια υπέρβαση για την εποχή. Από την προνομιακή του θέση στο κέντρο της πόλης, το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» δεν παρακολούθησε απλώς την εξέλιξη μιας αγροτικής κοινωνίας και ενός νεοϊδρυθέντος μικρού, ανεξάρτητου, φτωχού κρατιδίου σε ένα σύγχρονο κράτος και τη γέννηση μιας δυνατής αστικής τάξης με ευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Συμμετείχε σε αυτή την εξέλιξη με σημαντικό ρόλο.
Τη λεγόμενη «χρυσή εποχή του ταξιδιού», το διάστημα 1880-1939, το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» αντανακλούσε όσο καμία άλλη επιχείρηση τις ευρωπαϊκές εικόνες και τα αστικά πρότυπα, προς τα οποία αντιπαραβαλλόταν η περιφερειακή –γεωγραφικά και πολιτισμικά– Ελλάδα. Η λειτουργία του ξενοδοχείου βοήθησε στην εισαγωγή, στη νέα τότε κοινωνία των Αθηνών, δυτικών προτύπων και στη δημιουργία μιας δυνατής αστικής νοοτροπίας. Το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία», ακολουθώντας το στυλ των μεγάλων πολυτελών ξενοδοχείων της Ευρώπης, ήταν πάντοτε ο χώρος των μεγάλων κοινωνικών εκδηλώσεων της πρωτεύουσας. Δεξιώσεις, χοροεσπερίδες, κοτιγιόν, γάμοι, παρουσιάσεις μόδας, συνεστιάσεις γίνονταν πάντα στις αίθουσές του, ενώ τα σαλόνια και το μπαρ ήταν τα σημεία συνάντησης επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, πολιτικών και στέκι των κοσμικών Αθηναίων.
Η ύπαρξη ενός ξενοδοχείου ισάξιου με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, στο οποίο οι επισκέπτες αισθάνονταν άνετα, έθεσε παράλληλα τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός ταξιδιωτικού ρεύματος υψηλού επιπέδου και αποτέλεσε πρότυπο για την ανάπτυξη και άλλων ξενοδοχείων και λοιπών δραστηριοτήτων.
Τη συγκεκριμένη περίοδο, η χώρα έζησε έναν ατυχή πόλεμο με την Τουρκία, δύο Βαλκανικούς πολέμους, που τριπλασίασαν την έκτασή της, δύο Παγκόσμιους πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, που άλλαξε άρδην τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, και τον Εμφύλιο, με τις γνωστές καταστροφικές του συνέπειες.
Tαυτόχρονα, άλλαξε και η μορφή του ταξιδιωτικού ρεύματος προς την Ελλάδα: τους χιλιάδες εύπορους περιηγητές, θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας και των μνημείων της, διαδέχονται εκατομμύρια επισκεπτών, που, εκτός από την Ελλάδα, ενδιαφέρονται και για παραθερισμό, ψυχαγωγία, επιχειρήσεις και κυβερνητικές επαφές.
Αρχηγοί κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες της εποχής, πρωθυπουργοί και υπουργοί, διεθνείς επιχειρηματίες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, επιφανείς δημοσιογράφοι, γνωστοί ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου και πολλοί περιηγητές ήταν οι τακτικοί πελάτες του ξενοδοχείου, το οποίο εξελίχθηκε στον επίσημο ξενώνα του ελληνικού κράτους. Μετά τη δεκαετία του ’50, με την ανάδυση του μαζικού τουρισμού, το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» συσπειρώνει συγκεκριμένες ομάδες ταξιδιωτών και εκπροσωπεί την «παλαιά αστική τάξη» ενάντια στον συρμό. Εξάλλου, εκεί καταλύει ο κορυφαίος κοσμοπολίτης ήρωας της μεταπολεμικής περιόδου, James Bond, όταν επισκέπτεται την Ελλάδα. Η άρνηση της Μαρίας Κάλλας, το 1957, να τραγουδήσει στην Επίδαυρο εξαναγκάζει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να επισκεφθεί το ξενοδοχείο, για να τη μεταπείσει.
Τη δεκαετία του ’60 διέμειναν στο αναβαθμισμένο συγκρότημα του Συντάγματος τα μέλη της οικογένειας Κένεντι και ο αντιπρόεδρος Τζόνσον. Το 1972 ο Χάινριχ Μπελ πληροφορήθηκε ότι του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, την ώρα που βρισκόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου.
Υιοθετώντας μεθόδους συμπίεσης του κόστους, χωρίς όμως επιπτώσεις στο επίπεδο των υπηρεσιών, και με προσεκτικές στρατηγικές επιλογές, ακόμη και όταν αυτές συνεπάγονταν παθητικό για την επιχείρηση, η διοίκηση του «Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία» αντεπεξήλθε ικανοποιητικά στη συγκυρία της Μεταπολίτευσης. Διατηρώντας τον χαρακτήρα της οικογενειακής επιχείρησης, ανέπτυξε ισχυρές –σε ένταση και περιεχόμενο–εταιρικές κουλτούρες, που παρήγαγαν αξιοσημείωτα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Στο τέλος του 1975 η επιτροπή Excellence Europeenne, με έδρα το Παρίσι, απένειμε στο ξενοδοχείο το ομώνυμο δίπλωμα «για τη συμβολή του στην ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Τουρισμού Πολυτελείας».
Οι εποχές όμως αλλάζουν και μαζί τους μεταβάλλονται και οι εσωτερικές διαδρομές των πιο ανθεκτικών δημιουργημάτων. Η ενσωμάτωση του ξενοδοχείου σε διεθνείς ομίλους, στα τέλη του 20ού αιώνα, αλλά κυρίως η μετατροπή του σε υπερπολυτελή χώρο φιλοξενίας, σηματοδοτούν την επιτυχημένη μετάβαση στο σήμερα.
Και αυτή η τελευταία μετάβαση υπήρξε προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» είναι ιδιοκτησία της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ Α.Ε, συμφερόντων του ομίλου Λασκαρίδη και χάρη στις αποτελεσματικές προσπάθειες των μετόχων της κατέστη δυνατή η ριζική ανακαίνιση του ιστορικού ξενοδοχείου.
Όντας ένα από τα ιστορικά ζωντανά μνημεία της πρωτεύουσας, το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία» στοχεύει σήμερα στη συνέχιση της ένδοξης παράδοσης, που το έχει αναγορεύσει σε ακρογωνιαίο λίθο και ναυαρχίδα της ελληνικής ξενοδοχίας. Έχοντας διανύσει μια εξαιρετικά λαμπρή πορεία, η οποία αρθρώνεται σε τρεις διαφορετικούς αιώνες, πλήρως αναδιοργανωμένη, προσφέρει εκ νέου τις υπηρεσίες που την κατέστησαν διάσημη ανά την υφήλιο. Οι πλήρως ανακαινισμένες, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις του νέου «Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία», σε συνδυασμό με το επιλεγμένο προσωπικό του, εγγυώνται την ποιότητα των παροχών που οδήγησαν στο χτίσιμο του μύθου. Και, όπως είναι γνωστό, οι μύθοι υπερβαίνουν την καθημερινότητα και αντιστέκονται στον χρόνο…
You could find out more about the Hotel Grande Bretagne HERE