
Ο Αγροτικός Τομέας (ΑΤ) αποτελεί έναν από τους βασικότερους πυλώνες για κάθε οικονομία, αφενός συμβάλλοντας στη διατροφή του πληθυσμού και στην επισιτιστική του ασφάλεια και αφετέρου αποτελώντας τον κύριο τροφοδότη σε ένα σημαντικό εύρος των τομέων της μεταποίησης και του εμπορίου. Ο κανόνας αυτός ισχύει ακόμα πιο εμφατικά για την Ελλάδα, καθώς η γεωγραφική της θέση και οι κλιματικές της συνθήκες δημιουργούν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγή συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων, η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί τον κυριότερο κλάδο της ελληνικής μεταποίησης και υπάρχουν ουσιαστικές δυνατότητες συνέργειας μεταξύ του τομέα του τουρισμού και της αγροδιατροφής.
Παρά την πολύ μεγάλη σημασία του Τομέα για τη χώρα μας, η εικόνα που αυτός παρουσιάζει είναι σαφώς δυσχερέστερη από την εικόνα της υπόλοιπης οικονομίας. Ακόμα και αν εξαιρέσουμε τις ατυχείς υπερ-καταστροφές των τελευταίων ετών (καταιγίδα Daniel, ευλογιά των προβάτων, ακαρπία ελιάς κτλ., καταστροφές δηλαδή υπέρμετρης ισχύος από το συνηθισμένο), που έπληξαν δραστικά αμφότερα την αγροτική παραγωγή και το αγροτικό κεφάλαιο, ο ελληνικός ΑΤ χαρακτηρίζεται από πλήρη αδυναμία ανάπτυξης της παραγωγής σε πραγματικούς όρους και από πολύ χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας και του εδάφους. Η πρόσφατη έκθεση της διαΝΕΟσις για το θέμα αυτό διερευνά τους λόγους για τους οποίους ένας Τομέας που εμφανίζει πράγματι συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα δεν καταφέρνει να τα εκμεταλλευτεί επαρκώς. Πέραν των γενικών επιβαρυντικών παραγόντων, που πλήττουν το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, η έκθεση εστιάζει στους παράγοντες που αφορούν ειδικά στον ΑΤ και τα κωδικοποιεί σε έξι βασικές κατηγορίες προβλημάτων και προκλήσεων.

ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ
Το πρώτο πρόβλημα είναι οι πολύ μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η μέση χρησιμοποιούμενη έκταση ανά Έλληνα αγρότη-διαχειριστή, στο σύνολο δηλαδή των αγροτεμαχίων του, ξεπερνούσε οριακά τα 53 στρέμματα το 2020 (τελευταία διαθέσιμη μέτρηση), λιγότερο από το 1/3 της αντίστοιχης μέσης έκτασης στην ΕΕ-27 (171 στρέμματα). Μια τόσο μικρή έκταση είναι σαφές ότι δεν επιτρέπει αξιοποίηση οικονομιών κλίμακος, την ίδια ώρα που η τεχνολογία στον ΑΤ διεθνώς τις επαυξάνει ολοένα και περισσότερο. Επιπλέον, λειτουργεί στρεβλωτικά, καθώς επηρεάζει αρνητικά τα κίνητρα για επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και περιορίζει –τεχνητά και δραστικά– τις διαθέσιμες επιλογές καλλιεργειών και εκτροφών. Η κατάσταση αυτή είναι προϊόν πολλών επιμέρους παραγόντων που δρουν αλληλο-ενισχυόμενοι σε μεγάλο χρονικό βάθος. Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση, με προτεραιότητα στον καθορισμό επιτρεπτών χρήσεων γης και τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος κινήτρων-αντικινήτρων, ώστε να αντιστραφεί η εξέλιξη του προβλήματος.
ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
Ο δεύτερος παράγοντας επιβάρυνσης είναι η προχωρημένη ηλικία των Ελλήνων αγροτών. Το 2020, σχεδόν το 65% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων ήταν τουλάχιστον 55 ετών, με την πλειονότητά τους μάλιστα (37,1%) να είναι τουλάχιστον 65 ετών. Η μεγάλη ηλικία δημιουργεί δυσχέρειες στην παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων και τη δυνατότητα πρακτικής υιοθέτησής τους, ενώ παράλληλα περιορίζει τον χρονικό ορίζοντα στην αξιολόγηση των μακροχρόνιων αποφάσεων, που συνεπάγεται επίσης σημαντική στρέβλωση των κινήτρων. Επιπρόσθετα, προκύπτει μια πολύ επιτακτική ανάγκη μαζικής αναπλήρωσης ενός πολύ μεγάλου αριθμού αγροτών ή έστω της διαδοχής των εκμεταλλεύσεών τους, στο άμεσο μέλλον (200 χιλ. άτομα ήταν ηλικίας 65+, το 2020, και άλλα 150 χιλ. ήταν 55-64). Η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη βελτίωση της οικονομικής βιωσιμότητας των αγροτικών μονάδων ώστε να καταστούν ελκυστικές επιλογές για τη νέα επιχειρηματικότητα, ενώ χρειάζεται ειδική μέριμνα για τα άτομα που βρίσκονται ουσιαστικά εγκλωβισμένα στον ΑΤ και περαιτέρω κινητροδότηση για συγχωνεύσεις και μεταβιβάσεις/ενοικιάσεις των αγροτικών γαιών σε ενεργούς αγρότες.

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΧΑΜΗΛΗ Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
Το τρίτο πρόβλημα είναι η εξαιρετικά χαμηλή αγροτική κατάρτιση των Ελλήνων αγροτών. Το 2020, μόλις το 0,7% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων είχε πλήρη αγροτική εκπαίδευση και ένα 5,2% μια βασική εκπαίδευση στην αγροτική παραγωγή. Το υπόλοιπο 94,1% δεν είχε κανενός είδους εκπαίδευση στην απασχόλησή του, παρά μόνο πρακτική εμπειρία. Πρόκειται για τα δεύτερα χειρότερα ποσοστά της ΕΕ-27, σε ουσιαστική ισοπαλία με την πρώτη χειρότερη Ρουμανία. Είναι προφανές τι συνέπειες έχει το πολύ χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του κλάδου στην παραγωγή του, αλλά επιπλέον εμποδίζει τη μετακίνηση σε άλλες δραστηριότητες όσων επαγγελματιών βλέπουν ότι η αγροτική παραγωγή τους δεν είναι οικονομικά βιώσιμη. Οι προτεινόμενες λύσεις περιλαμβάνουν την κινητροδότηση/ενίσχυση των αγροτικών επιστημόνων να ασχοληθούν οι ίδιοι με την αγροτική παραγωγή, με ταυτόχρονη προσαύξηση των εισακτέων στα σχετικά τμήματα, και τη γενναία επαύξηση της συνολικής χωρητικότητας της αγροτικής αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης (Σχολές και ΚΔΒΜ του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ).
ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΜΕ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ
Το τέταρτο στοιχείο προβληματισμού είναι η υστέρηση και η στρεβλή συμπεριφορά στις επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου, με αρνητικές επιπτώσεις στην υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών. Όπως συνέβη στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, η ελληνική οικονομική κρίση είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική συμπίεση της επενδυτικής δαπάνης, σε μια περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Μπορεί η ένταση του προβλήματος στον ΑΤ να ήταν σαφώς μικρότερη, όμως προέκυψε για τον λάθος λόγο: τη μεγαλύτερη επενδυτική ανάγκη για βασικό –μόνο– εξοπλισμό, λόγω του πολυκατακερματισμού. Έτσι, η –υπερβάλλουσα– απόκτηση βασικού εξοπλισμού εξαντλεί τις περιορισμένες επενδυτικές δυνατότητες, μην αφήνοντας περιθώριο για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Αν σε αυτό προστεθούν και οι παραπάνω αναφερόμενες εστίες στρεβλώσεων στα επενδυτικά κίνητρα, γίνεται εμφανές τι απαιτείται να αντιμετωπιστεί για να εξυγιανθεί ριζικά η επενδυτική συμπεριφορά του ελληνικού ΑΤ. Εφικτός είναι και ένας μετριασμός της αναποτελεσματικότητας των επενδύσεων του Τομέα, εφόσον αυτός οργανωθεί περισσότερο σε συλλογικούς φορείς.

ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Το πέμπτο πρόβλημα του ελληνικού ΑΤ είναι η δυσμενής εξέλιξη του κόστους παραγωγής. Ο ΑΤ επλήγη με ασύμμετρα μεγαλύτερη ένταση από την παγκόσμια πληθωριστική κρίση των τελευταίων ετών. Κάποιες βασικές εισροές είχαν σημαντικότατες αυξήσεις κόστους (λιπάσματα +72,3%, μεταξύ 2019-2023, ενέργεια: +29% και ζωοτροφές +39,3%), ενώ το σύνολο των εισροών του ΑΤ αυξήθηκε ταχύτερα από τον πληθωρισμό. Αυτό συμπίεσε ακόμα περισσότερο το ήδη δραστικά περιορισμένο περιθώριο εισοδήματος των Ελλήνων αγροτών και αναπόφευκτα το μεγαλύτερο μέρος της επαύξησης του κόστους μετακυλίστηκε στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και των παραγώγων τους. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια πολιτικής για την αντιμετώπιση των διεθνών τιμών, υπάρχουν όμως δυνατότητες μετριασμού των επιπτώσεών τους στον ΑΤ, με προσωρινά δημοσιονομικά μέτρα, που επιπλέον θα αποτελούν ένα ριζικό ανάχωμα στη διάδοση του επαυξημένου κόστους στην υπόλοιπη οικονομία.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΤ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ
Τέλος, η έκτη μεγάλη πρόκληση αφορά στην προσαρμογή του ελληνικού ΑΤ στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Η διαΝΕΟσις έχει ήδη διενεργήσει μια εκτεταμένη μελέτη περιπτώσεων, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, που συγκεκριμενοποιεί τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε βασικές οικονομικές δραστηριότητες. Βάσει αυτής, η αναμενόμενη συνολική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στον ελληνικό ΑΤ θα είναι σαφώς αρνητική, παρά κάποιες επιμέρους θετικές επιδράσεις. Επιβάλλονται λοιπόν μια σειρά από σημαντικές προσαρμογές, όπως ο επανακαθορισμός των καλλιεργειών και εκτροφών, η επέκταση των καλυμμένων καλλιεργειών, η γεωργία ακριβείας κτλ. Ειδική μέριμνα απαιτείται στη διαχείριση του αρδευτικού ύδατος, του οποίου η διαθεσιμότητα εμφανίζει ήδη προβλήματα κατά τόπους. Δυστυχώς η κατάσταση που περιγράφεται σχετικά με αυτό σε άλλη μελέτη της διαΝΕΟσις είναι εξόχως προβληματική και απαιτεί μια γενικευμένη αναδιάρθρωση, με συνενώσεις Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ενιαίο λογιστικό σύστημα, διοίκηση από managers και δημιουργία Κεντρικής Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων στο ΥΠΑΑΤ.

Δρ. Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών διαΝΕΟσις: “Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα: Προκλήσεις, ευκαιρίες και η ανάγκη για ανασυγκρότηση” | Date: 07/02/2025 © Energizing Greece Magazine | 4th Edition March – April 2025 |
#EnergizingGreece
#EnergizingGreeceMagazine
#BePartOfTomorrowsWorld
#FollowTheLeadersOfE
#GrowthEffectForGreece
#FollowThePioneers
#GreeceIsTheDestination
#RegionsOfGreece
#PrimeMinistersOfDelphi
#WordExcellence
#ShowcasingSuccess
#ViewOfUniqueness
#AsDoneByTheBest
#Runway
#NetZeroEnergy
#ForThePlanetWeDreamOfLivingIn
#Publishing
#TopicsWorthToBePublished
#LetsComeTogetherToConquerTheFuture
#HarmonizePeopleWithNature