Εναλλασσόμενα μεταξύ της αφαίρεσης και του ρεαλισμού, τα πλούσια έργα της Στέλλας Καπεζάνου καλούν τον θεατή να πλάσει τη δική του ιστορία γύρω από το σκηνικό. Μερικές φορές κοιτάζοντας τους πίνακες είναι λες και κρυφοκοιτάζεις μέσα από μια κλειδαρότρυπα. Οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι με αφιλτράριστες εικόνες οι οποίες τους επιτρέπουν να νιώσουν οικεία και να συσχετιστούν με τους πρωταγωνιστές, βιώνοντας με αυτό το τρόπο το απρόβλεπτο και τον παραλογισμό των καθημερινών μας επιλογών. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες στιγμές που τα έργα σου δίνουν την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια προσεκτικά επιμελημένη ροή φωτογραφιών από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Υπερβολικά στυλιζαρισμενοι άνθρωποι, με φόντο σουρεαλιστικά διαμορφωμένα και σκηνές που στις πλείστες περιπτώσεις δεν θα μπορούσαν ποτέ να είχαν συμβεί, εμφανίζουν την ίδια γοητεία και το παιχνιδιάρικο ύφος των διαφημίσεων και του branding.
Η Καπεζάνου αντλεί έμπνευσή από τον καταναλωτισμό, την σύγχρονη κοινωνία και την υλιστική κουλτούρα. Στους πίνακες της ξεδιπλώνονται αφηγήσεις πολύπλοκες στη σύνδεση, τη σύλληψη και την παράσταση. Επικεντρώνεται στην σύνθετη φύση των ανθρώπων και των συναισθημάτων τους.
Οι ήρωες της ταυτόχρονα τολμηροί, εκκεντρικοί, επιδειξιομανείς και εσωστρεφείς αναλαμβάνουν διπλούς ρόλους, υποκειμένου και αντικειμένου, μπερδεύοντας έξυπνα τον θεατή. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο συναναστρέφονται εγείρει ερωτήματα ως προς την σεξουαλικότητά τους, η οποία σκόπιμα, αφήνεται αόριστη. Κάθε έργο αφηγείται μια διαφορετική ιστορία και κάθε χαρακτήρας προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα στον θεατή.
Η καλλιτέχνης καταφέρνει να δημιουργήσει εντυπωσιακά ενδιαφέροντα και πλούσια έργα. Η ομορφιά των έργων της έγκειται κυρίως στην ελευθερία τους – κάθε θεατής είναι ελεύθερος να δώσει τη δική του ερμηνεία στο έργο, η οποία πηγάζει από τη δική του πραγματικότητα, αναμνήσεις και επιθυμίες.
Σε πολλά έργα έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί σκηνές από ένα ξενύχτι εφήβων που βρέθηκαν στο σπίτι χωρίς τους γονείς τους και κάνουν το κέφι τους μέχρι να επιστρέψουν στην κανονικότητά τους. Με τη διαφορά ότι κανείς δεν είναι έφηβος, το κέφι που κάνουν δεν είναι καν δικό τους και μάλλον αυτή είναι η κανονικότητα από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φαίνονται λιγότερο ενδιαφέροντες από το σκηνικό που ήδη τους καταπίνει.
Προσπερνώντας το τρυφηλό περιβάλλον, οι πρωταγωνιστές είναι ασύλληπτα μόνοι και, αποκομμένοι από τον όλο περίγυρό τους, βυθίζονται σε αφόρητη ματαιότητα.
Με βλέμμα ζώων σε αιχμαλωσία, οι πρωταγωνιστές των σκηνών έχουν αλλοτριωθεί μέσα σε συνήθειες που θα ήθελαν να είναι δικές τους. Ποζάρουν για να πείσουν κάποιον τρίτο πως είναι κάποιοι άλλοι, όμως μικρές λεπτομέρειες τους προδίδουν, αφού τελικά κανένα έγκλημα δεν είναι τέλειο. Τους λείπουν Αρκαδίες, ονειρεύονται μεγάλους έρωτες, κυνηγώντας ουσιαστικές σχέσεις και τελικά την ευτυχία και τη συνύπαρξη, έννοιες για την κατάκτηση των οποίων θα αντάλλαζαν παραχρήμα τις ετόλ, τις σαμπάνιες και τα ακριβά τους ρολόγια.
Με την διεισδυτική ματιά ενός σκηνοθέτη και με πηγή έμπνευσης τον άνθρωπο, η εικαστικός παρακολουθεί τις ζωές των ηρώων της και δημιουργεί αλλόκοτους κόσμους κάπου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, καλώντας τους θεατές να καταλήξουν στη δική τους αντίληψη και ερμηνεία των έργων της.
“Με απασχολεί η ανάγνωση της ανθρώπινης κατάστασης και ταυτόχρονα η ζωγραφική η ίδια.
Παρατηρώ, σκηνοθετώ, ζωγραφίζω τον άνθρωπο. Έχω ελάχιστα έργα χωρίς ανθρώπινη μορφή, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να σηκώσω το πινέλο για να ζωγραφίσω κάτι άλλο και να με ενδιαφέρει κιόλας. Ίσως κάποια μικρά, γρήγορα σχέδια, που όμως ιδανικά θα καταλήξουν σε έναν μεγάλο καμβά, ως μέρη κάποιας σύνθεσης από ανθρώπους, ζώα, σκηνικά, φυτόμορφα στοιχεία και αφηρημένες επιφάνειες μπλεγμένα μεταξύ τους, ακυρώνοντας ενίοτε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές μου.
Την ίδια στιγμή στιγμή όμως, με νοιάζει (με καίει για την ακρίβεια) και ο τρόπος που ακουμπάει το πινέλο μου στον καμβά. Δε θέλω τη ζωγραφική μου διαδικαστική, απλά για να παραστήσω κάτι. Δε θέλω όλη την επιφάνεια δουλεμένη με τον ίδιο τρόπο -με αυτόν που ενδεχομένως ξέρω να κάνω καλά-, με προβληματίζουν σε κάθε έργο απ΄την αρχή οι συμβάσεις της ζωγραφικής αναπαράστασης και το πώς θα μπορούσαν κάθε φορά να διευρυνθούν τα δικά μου εκφραστικά όρια, διαχειριζόμενη με σεβασμό ένα τόσο παραδοσιακό εκφραστικό μέσο.”
“Σχεδόν πάντα δουλεύω ενότητες έργων με ενιαία θεματική, πάνω σε κάτι που με απασχολεί προσωπικά ανά εποχή. Το πρόβλημά μου ζωγραφίζω.
Αρχικά βρίσκω το location και τους χαρακτήρες που ταιριάζουν σε αυτό που έχω στο μυαλό μου. Κατά καιρούς μου έχουν ποζάρει φίλοι και φίλοι φίλων, αλλά αυτοί που ανταποκρίνονται καλύτερα στους ρόλους που τους ζητώ είναι οι άλλοι καλλιτέχνες, που είναι πιο ελεύθεροι από τη φύση τους, και φυσικά οι ηθοποιοί που ευτυχώς δε χρειάζεται πλέον να καταβάλω προσπάθεια για να τους πείσω, γιατί έχουν δει συναδέλφους τους να ποζάρουν σε προηγούμενα έργα. Σκηνοθετώ σκηνές, μετά τις φωτογραφίζω και το υλικό που θα συλλέξω το χρησιμοποιώ ως αναφορές για τους επόμενους πίνακες μου.
Στο τελικό αποτέλεσμα βέβαια οι σκηνές είναι αλλοιωμένες με αναφορές από διαφορετικές φωτογραφίες στον ίδιο καμβά, πρόσθετα φαντασιακά στοιχεία και αφηρημένες παύσεις. Κάθε σειρά ολοκληρώνεται σε σε σχεδόν δύο χρόνια, ενώ όταν πια έχει φθάσει η ώρα να εκτεθεί, εγώ συνήθως έχω ήδη αρχίσει να δουλεύω την επόμενη.”