Ο Μιχάλης Δερτούζος ήταν ένας διαπρέπων καθηγητής του ΜΙΤ. Για πολλά χρόνια διετέλεσε διευθυντής του φημισμένου Computer Science Lab, στο οποίο –μεταξύ πολλών άλλων– αναπτύχθηκε το World Wide Web. Για πολλά χρόνια «επέβλεπε» την έρευνα η οποία οδήγησε σε πολλές από τις τεχνολογικές εφαρμογές που χρησιμοποιούμε σήμερα, αλλά και πολλές από αυτές που περιμένουμε «αύριο». Αυτό το «αύριο» περιέγραψε στο πολύ επιτυχημένο βιβλίο του «What Will Be», το 1997. Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του έγραψε έναν ξεχωριστό πρόλογο, στον οποίο αναφέρεται στο εθνικό μας πλεονέκτημα στην Πληροφοριακή Εποχή, όπως την αποκαλούσαν τότε. Το πλεονέκτημα αυτό το περιγράφει ως την ικανότητά μας να λύνουμε προβλήματα με ταχύτητα, ευελιξία, σταδιακή διόρθωση και… «λίγο μπουρδούκλωμα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε. Μία ικανότητα που δεν ήταν κατάλληλη για την υλική βιομηχανία, η οποία απαιτούσε προετοιμασία, προγραμματισμό και σχολαστική ακρίβεια. Μία ικανότητα που μπορεί να εξελιχθεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τα επόμενα χρόνια, όπου η ψηφιοποίηση και η αυτοματοποίηση θα έχουν κυρίαρχο ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έχουν περάσει δύο δεκαετίες από τότε που γράφτηκε αυτό το βιβλίο, το οποίο ήταν προφητικό για τα μελλούμενα στην τεχνολογία.
Τι γίνεται όμως με την εξέλιξη του εθνικού μας πλεονεκτήματος; Μπορούμε να κάνουμε την παραγωγή σύγχρονης τεχνολογίας έναν πολύ δυνατό και εξωστρεφή πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος θα μπορεί να συγκριθεί με τον εξίσου εξωστρεφή ναυτιλιακό μας κλάδο, αλλά και να μάθει πολλά από αυτόν.
Η σύντομη απάντηση είναι ότι έχει γίνει πολλή δουλειά, αλλά έχουμε σημαντικό δρόμο μπροστά μας, μέχρι να κάνουμε τη χώρα μας ένα διεθνές κέντρο τεχνολογικής καινοτομίας. Χρειαζόμαστε επίσης πολύ και καλά οργανωμένη προσπάθεια, καθώς και πολύ και καλά στοχευμένη διεθνή δικτύωση. Όμως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Παρά τις αντιξοότητες, τα πισωγυρίσματα, τον χαμένο χρόνο και τα προβλήματα, οι βάσεις της τεχνολογικής καινοτομίας έχουν τεθεί εδώ και χρόνια μέσα στα εργαστήρια των ελληνικών πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων. Μέσα σε αυτά, ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων ερευνητών, οι οποίοι παραμένουν ή επιστρέφουν στη χώρα, δημιουργούν καινούρια γνώση και διεκδικούν αρκετές πρωτιές σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, αν και η δημιουργία τεχνογνωσίας είναι σημαντικό μέρος της προσπάθειας, η μετατροπή της χώρας σε κέντρο τεχνολογικής καινοτομίας απαιτεί και ένα δεύτερο στοιχείο. Αυτό το δεύτερο στοιχείο είναι η μεταφορά της τεχνογνωσίας από το εργαστήριο στην αγορά, αυτό που διεθνώς αποκαλείται «technology transfer». Εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά και, παρότι η κατάσταση βελτιώνεται, απαιτείται εντονότερη και πιο οργανωμένη προσπάθεια.
Η μεταφορά τεχνογνωσίας από το εργαστήριο στην αγορά μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, οι ερευνητές μπορούν να παραχωρήσουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έναντι αμοιβής (IP licensing), να παράσχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες (consulting) ή εξειδικευμένες κατασκευές (custom engineering), ή να προχωρήσουν στη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων (startups). Κάθε μία από αυτές τις εναλλακτικές απαιτεί διαφορετικό επίπεδο εμπλοκής από τους ερευνητές, διαφορετικά σετ ικανοτήτων και πόρων και, κυρίως, διαφορετικό επίπεδο υποστήριξης.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι ερευνητές ασχολούνται επιτυχώς με το consulting και το custom engineering για ελληνικές ή διεθνείς εταιρείες, αλλά σπανιότερα προχωρούν στο IP licensing και τη δημιουργία startups. Οι υφιστάμενες επιλογές, αν και πιθανόν προσοδοφόρες για τους ίδιους τους ερευνητές, προσφέρουν περιορισμένη προστιθέμενη αξία και κρατούν χαμηλά την εν δυνάμει απόδοση για τους ίδιους, τα ερευνητικά κέντρα ή τα πανεπιστήμια, από τα οποία προέρχονται, και κυρίως για την ευρύτερη ελληνική κοινωνία, που χρηματοδοτεί την προσπάθειά τους.
Οι αιτίες που καθιστούν αυτές τις επιλογές προτιμητέες έναντι των άλλων είναι διάφορες, αλλά θα σταθώ σε τέσσερις. Πρώτον, ο ρυθμός με τον οποίο η έρευνα οδηγεί στην παραγωγή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι χαμηλός, εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος και υποστήριξης, καθώς και του κόστους απόκτησής τους, ειδικά όταν ο στόχος είναι η ευρωπαϊκή ή η παγκόσμια αγορά. Δεύτερον, ενώ η παροχή υπηρεσιών consulting και custom engineering απαιτεί εξειδίκευση, και άρα συνεργασία με έναν στενό κύκλο ανθρώπων, η δημιουργία startups απαιτεί ομαδική εργασία από άτομα με διαφορετικά προσόντα και εμπειρίες, τα οποία συνήθως είναι δύσκολο να βρεθούν και να συμφωνήσουν στη συνεργασία. Τρίτον, η δημιουργία ενός επιτυχημένου startup ξεκινά από μία επιχειρηματική ευκαιρία η οποία στηρίζεται στην επίλυση ενός προβλήματος της διεθνούς αγοράς, μέσω της τεχνογνωσίας που έχει αναπτυχθεί. Η κατανόηση αυτής της ευκαιρίας απαιτεί διαφορετικά προσόντα και προσλαμβάνουσες από αυτές που είναι συνήθως διαθέσιμες στο εργαστήριο, ενώ η μειωμένη διάθεση για συνεργασία με άτομα εκτός αυτού δυσχεραίνει την κατάσταση. Τέταρτον, η χρηματοδότηση τέτοιων προσπαθειών απαιτεί από τους επενδυτές μία ευρύτητα γνώσεων σε χώρους της τεχνολογίας που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα, η οποία είναι σχετικά δυσεύρετη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη. Η έλλειψη αυτής της γνώσης, συνδυαζόμενη με τη μειωμένη παραγωγή πνευματικής ιδιοκτησίας από τους επίδοξους επιχειρηματίες, «δένει» ακόμη περισσότερο τα χέρια των δυνητικών επενδυτών.
Ως αποτέλεσμα, η προτιμητέα επιλογή όσων ερευνητών έχουν κάποια τεχνογνωσία είναι να στραφούν στο consulting και ίσως λίγο στο custom engineering. Βεβαίως, υπάρχουν και εκείνοι που χρησιμοποιούν την παραχθείσα τεχνογνωσία μόνο ως απόδειξη της ικανότητάς τους, για να διεκδικήσουν το επόμενο ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο, πολύ μεγάλο μέρος της παραχθείσας τεχνογνωσίας παραμένει στα αζήτητα, μακριά από την αγορά, ελληνική και διεθνή.
Όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η εταιρεία Innoetics, η οποία δημιουργήθηκε το 2006 από μέλη του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά» και εξαγοράστηκε, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, το 2017, από τη Samsung, για αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Η εταιρεία διήνυσε διάφορες από τις παραπάνω φάσεις και αναπτύχθηκε διεθνώς, χωρίς να λάβει ποτέ εξωτερική χρηματοδότηση από επενδυτές. Ένα δεύτερο ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η εταιρεία RT-Safe, η οποία ξεκίνησε το 2015 από έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (τότε ΤΕΙ Αθηνών), για να φτάσει σήμερα να έχει ένα διεθνές πελατολόγιο σε μία πολύ εξειδικευμένη ιατρική αγορά και να έχει λάβει περισσότερα από 3 εκατομμύρια δολάρια από ξένους επενδυτές.
Η εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό, σκεπτόμενος την κατάσταση, είναι αυτή ενός δέντρου το οποίο έχει ένα τεράστιο «ριζικό σύστημα» κάτω από την επιφάνεια, αλλά έναν μικροσκοπικό και σχετικά ασθενικό κορμό, με μερικούς καρπούς. Ένα τέτοιο ριζικό σύστημα θα έπρεπε να τροφοδοτεί ένα πανέμορφο δέντρο, με τεράστιο, δυνατό κορμό και πολλούς καρπούς. Οι αιτίες που κρατούν τον κορμό μικρό και ασθενικό είναι περισσότερες από αυτές που ανέφερα πιο πάνω. Το θεσμικό πλαίσιο της έρευνας και των πανεπιστημίων περιορίζει τις επιλογές των ερευνητών, οι ιδεοληψίες ενάντια στην «εμπορευματοποίηση της γνώσης» αποτρέπουν όσους το σκέφτονται, οι δυσκολίες στη σύσταση αλλά κυρίως στη διάλυση επιχειρήσεων προβληματίζουν ακόμη περισσότερο, και ούτω καθεξής.
Όταν ξεκινήσαμε το 2012 να συζητάμε για τη δημιουργία του Ελληνικού Παραρτήματος του MIT Enterprise Forum (MITEF), είχαμε όλα αυτά τα θέματα στο μυαλό μας. Στόχος μας ήταν να φέρουμε αυτόν τον διεθνή οργανισμό, με το αναγνωρισμένο όνομα και την ξεχωριστή τεχνογνωσία, στην τεχνολογική επιχειρηματικότητα, για να συμβάλουμε στην αλλαγή της κατάστασης και την ενδυνάμωση ολόκληρης της ελληνικής τεχνολογικής κοινότητας.
Για να το πετύχουμε αυτό, δημιουργήσαμε σειρά εξειδικευμένων προγραμμάτων υψηλής ποιότητας, τα οποία στοχεύουν στην αντιμετώπιση των θεμάτων που κρατούν το οικοσύστημα σε χαμηλή απόδοση. Διοργανώνουμε ένα διεθνές συνέδριο και ημερίδες, με σκοπό να ενημερώσουμε τα μέλη της κοινότητας για τις ευκαιρίες που υπάρχουν στη διεθνή αγορά, αλλά και να τα εμπνεύσουμε μέσα από τα παραδείγματα άλλων που ακολούθησαν παρόμοια διαδρομή. Δημιουργήσαμε ειδικά εργαστήρια για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, μέσα από τα οποία μπορούν να κατανοήσουν τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που ενέχουν οι διάφορες προσεγγίσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας από το εργαστήριο στην αγορά.
Σχεδιάζουμε ειδικές παρουσιάσεις, σε συνεργασία με το “Ecali Club”, για να βοηθήσουμε την επιχειρηματική και επενδυτική κοινότητα να καταλάβει καλύτερα τις διάφορες εκφάνσεις της σύγχρονης τεχνολογίας, να μπορεί να συνδιαλέγεται ευκολότερα με τα μέλη της τεχνολογικής κοινότητας και να κάνει αποδοτικότερες επενδυτικές επιλογές.
Οργανώνουμε, εδώ και πέντε συναπτά έτη, ένα από τα καλύτερα προγράμματα επιτάχυνσης τεχνολογικών startups, το MITEF Greece Startup Competition, το οποίο έχει προσελκύσει περισσότερες από 140 νεοφυείς προσπάθειες με έντονο τεχνολογικό υπόβαθρο και έχει βοηθήσει 30 και πλέον από αυτές να βελτιωθούν κατά πολύ και να διεκδικήσουν επενδύσεις άνω των 20 εκατομμυρίων από Έλληνες και διεθνείς επενδυτές. Ταυτόχρονα κινητοποιούμε το διεθνές μας δίκτυο, με επίκεντρο τη Βοστώνη, για να μπορέσουμε να «εκτοξεύσουμε» σε διεθνή τροχιά όλες εκείνες τις προσπάθειες που είχαν ανάγκη μιας κρίσιμης ταχύτητας, για να ξεφύγουν από τη βαρύτητα της κατάστασης.
Η συνταγή είναι απλή, αλλά έχει αποδείξει ότι δουλεύει όχι μόνο με τη RT-Safe, η οποία ήταν νικήτρια του πρώτου MITEF Greece Startup Competition, που διοργανώσαμε το 2015. Την ίδια συνταγή ακολούθησαν η Augmenta, η οποία εστιάζει στη γεωργία ακριβείας, η CubeRM, η οποία δημιουργεί συστήματα δυναμικής τιμολόγησης, και η YIODIWO, η οποία κατασκευάζει πλατφόρμες IoT, για να ονομάσουμε μερικές. Υπάρχουν και άλλες πολλές ανερχόμενες περιπτώσεις, οι οποίες σύντομα θα γίνουν γνωστές και θα σταθούν άξια δίπλα σε διεθνή ονόματα που έχει βγάλει η ελληνική επιχειρηματική σκηνή.
Όταν ξεκινήσαμε το 2012, ο στόχος μας ήταν να συμβάλουμε στο να γίνει η Ελλάδα κέντρο τεχνολογικής καινοτομίας μέχρι το 2021. Τότε «τολμήσαμε να κοιτάξουμε πίσω από τον ορίζοντα του 2020», όπως λέγαμε μεταξύ αστείου και σοβαρού σε όσους ασχολούντο με τις επιχορηγήσεις του προγράμματος “Horizon 2020”.
Τώρα είμαστε κοντά στο χρονολογικό ορόσημο, αλλά ο στόχος ενδέχεται να μοιάζει πολύ μακρινός ακόμη για τον πολύ κόσμο. Γνωρίζοντας ότι οι αλλαγές στον χώρο είναι εκθετικές, και βλέποντας τον δρόμο που έχει καλυφθεί όλα αυτά τα χρόνια, είμαι ακόμη πιο αισιόδοξος ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει σύντομα ένα διεθνές κέντρο καινοτομίας και, επιτέλους, να εκμεταλλευθούμε το εθνικό πλεονέκτημα, για το οποίο μίλησε πριν από 20 και πλέον χρόνια ο αείμνηστος Μιχάλης Δερτούζος. Και, όταν γίνει αυτό, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για έναν πολύ δυνατό και εξωστρεφή πυλώνα της ελληνικής οικονομίας με τεράστια περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης, που ενδεχομένως θα ξεπερνούν τα όρια όλων των υπολοίπων μαζί. Μέχρι όμως να το πετύχουμε, απαιτείται μεγάλη και καλά οργανωμένη προσπάθεια, καθώς και εκτεταμένη και καλά στοχευμένη διεθνή δικτύωση. Όλη η ομάδα και οι εθελοντές που στηρίζουν το MITEF Greece είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε. Όμως η βοήθεια όλων όσων συμμερίζονται αυτό το όραμα είναι αναγκαία και πολύτιμη.
Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Πρόεδρος MIT Enterprise Forum Greece
You could find out more about MIT Enterprise Forum Greece HERE