Δύο στα τρία παιδιά που ξεκινούν σήμερα το σχολείο θα απασχοληθούν σε θέσεις εργασίας που ακόμη δεν υπάρχουν. Οι υπολογιστές, τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη υποκαθιστούν εργασίες –για τις οποίες η ανθρώπινη παρέμβαση θεωρούνταν αυτονόητη–, δημιουργώντας ανάγκες για νέες δεξιότητες.
Την ίδια ώρα, τα παραδοσιακά όρια μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οικονομίας καταρρέουν, ενώ ο πελάτης, από απλός καταναλωτής, εγκαθίσταται στην καρδιά της επιχείρησης και αποκτά καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσφερόμενων υπηρεσιών της. Η ψηφιακή επανάσταση, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και τις δημογραφικές αλλαγές, μετασχηματίζει δραστικά την οικονομία, το επιχειρείν, αλλά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και εργαζόμαστε.
Ο τομέας της ψηφιακής τεχνολογίας αναπτύσσεται σήμερα στην Ευρώπη με πενταπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη οικονομία, ενώ το 2018 οι εργαζόμενοι στον τομέα αυτόν αυξήθηκαν κατά 4%, έναντι 1,1% για το σύνολο της απασχόλησης. Σχεδόν μία στις πέντε Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Ευρώπη πέρυσι κατευθύνθηκε στον τομέα της τεχνολογίας.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει απλός θεατής αυτών των εξελίξεων. Αν θέλουμε να επανέλθει η χώρα σε βιώσιμους, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να δημιουργήσει αξιόλογες θέσεις εργασίας, θα πρέπει να θέσουμε την ψηφιακή οικονομία στον πυρήνα της αναπτυξιακής μας στρατηγικής για το μέλλον.
Δυστυχώς, όμως, έχουμε μεγάλη απόσταση να διανύσουμε: ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2019 –ο οποίος κατατάσσει τις χώρες-μέλη βάσει κριτηρίων όπως η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, η συνδεσιμότητα και η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών– τοποθετεί την Ελλάδα στην 27η θέση μεταξύ των 29 κρατών-μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΥ, “Attractiveness Survey: Greece 2019”, μόνο το 18% των ξένων επενδυτών εκτιμά ότι η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης στην Ελλάδα, έναντι 39% για το σύνολο της Ευρώπης. Και όμως, η χώρα μας δυνητικά μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για σημαντικές επενδύσεις σε τομείς όπως η ανάπτυξη λογισμικού, τα κέντρα R&D, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική, τα data analytics κ.ά. Θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, επίσης, στην επανάσταση που συντελείται στον αγροδιατροφικό τομέα –στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η ψηφιακή τεχνολογία–, παρέχοντας καινοτόμες λύσεις στη διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα και στον ανταγωνισμό για τους περιορισμένους φυσικούς πόρους.
Ο μονόδρομος του ψηφιακού μετασχηματισμού
Για να τα πετύχουμε όμως όλα αυτά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να προχωρήσουμε άμεσα σε μία σειρά από παρεμβάσεις: Θα πρέπει, κατά προτεραιότητα, να αναπτύξουμε τις ψηφιακές υποδομές της χώρας, με έμφαση στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος που θα χαρακτηρίζεται από υψηλή συνδεσιμότητα, λειτουργικότητα, διαφάνεια και απρόσκοπτη ροή πληροφορίων.
Στόχος θα πρέπει να είναι η απλούστευση των διαδικασιών και η δημιουργία ενός “user-friendly” δημοσίου τομέα, ο οποίος θα έχει στον πυρήνα του τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του πολίτη, των επιχειρήσεων και όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Είναι, επίσης, απαραίτητο οι ελληνικές επιχειρήσεις, με τη σειρά τους, να προχωρήσουν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας –και ειδικότερα της τεχνητής νοημοσύνης– στις επιχειρηματικές πρακτικές.
Ιδιωτικός και δημόσιος τομέας πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη, τομείς στους οποίους σήμερα επενδύουμε μόλις το 1,13% του ΑΕΠ, έναντι 2,37% στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά και να συνεργαστούν πολύ πιο συστηματικά μεταξύ τους σε κοινά ερευνητικά προγράμματα. Η συνεργασία που εγκαινίασε πρόσφατα η EY με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» για τη δημιουργία Κέντρου Αριστείας στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στην Αθήνα, είναι ένα καλό παράδειγμα παρόμοιας συνεργασίας.
Παράλληλα, πρέπει να στηρίξουμε τις νεοφυείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας, με φορολογικά και άλλα κίνητρα, με ουσιαστική απλούστευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και την ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Τέλος, θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα, εκσυγχρονίζοντας τα προγράμματα σπουδών και ενισχύοντας την επανακατάρτιση –το λεγόμενο “reskilling”– του προσωπικού, προετοιμάζοντας το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας για την εργασία του μέλλοντος.
Οι άνθρωποι της δράσης συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε το μέλλον με θάρρος και αισιοδοξία. Δεν πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε το λάθος να υποτιμούμε το μέγεθος των προκλήσεων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Άλλωστε, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος στις προκλήσεις του σήμερα δεν είναι οι προκλήσεις καθαυτές, αλλά η αντιμετώπισή τους με τη λογική του χθες».
Παναγιώτης Ι. Κ. Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος ΕΥ Ελλάδος
You could find out more about EY Greece HERE