Αυτό το οποίο λείπει στη χώρα μας, τόσο από τον δημόσιο διάλογο, όσο και –μερικές φορές κατ’ επέκταση– από την τελική άσκηση πολιτικής, είναι η προσέγγιση των προτάσεων που αφορούν λύσεις και παρεμβάσεις σε μείζονες τομείς. Δεν είναι λίγες οι φορές που είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι –είτε από συνειδητή επιλογή είτε από άγνοια επί του αντικειμένου– η επιχειρηματολογία απέχει πολύ από το να επικεντρωθεί στην ουσία των θεμάτων και προβάλλει λύσεις που μπορεί συχνά να φαντάζουν ελκυστικές, είναι όμως ανέφικτες και σίγουρα δεν προσφέρουν το παραμικρό.
Σε μία περίοδο που αναζητούμε την επόμενη ημέρα για τη χώρα και το νέο παραγωγικό μοντέλο, πάνω στη λειτουργία του οποίου θα στηριχθεί η ζητούμενη βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο να βασιστούμε σε θεωρίες απόλυτα ρεαλιστικές. Διότι οι απόλυτα ρεαλιστικές θεωρίες οδηγούν σε απόλυτα εφαρμόσιμες πρακτικές, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν όχι απλώς σε δυνητική, αλλά σε βέβαιη και ουσιαστική πρόοδο.
Η περίπτωση του υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Πρόκειται για μέτρο που οδήγησε στη διακοπή εργασιών εκατοντάδων χιλιάδων επιτηδευματιών, στην απόκρυψη εισοδημάτων, στην εκτόξευση της παραοικονομίας και του μαύρου χρήματος, καθώς και της μαύρης εργασίας. Οδήγησε, με άλλα λόγια, στην απόλυτη οπισθοδρόμηση του επιχειρείν και της οικονομίας, και όχι στη ζητούμενη πρόοδο.
Για ποιο λόγο; Διότι στηρίχθηκε σε μη ρεαλιστικές πολιτικές. Διότι δημιούργησε ένα πλαίσιο υπολογισμού των εισφορών στηριζόμενο, στην ουσία, σε ένα μη ρεαλιστικό μοντέλο, βάσει του οποίου οι υπόχρεοι δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθούν.
Μπορώ να απαριθμήσω και πολλές άλλες τέτοιες περιπτώσεις μη ρεαλιστικών πολιτικών, οι οποίες έχουν πλήρως αποπροσανατολίσει τη χώρα από την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κινηθεί, για να εξέλθει ταχύτερα από την κρίση.
Σε ένα περιβάλλον παγκοσμιότητας, στο οποίο οι ρυθμοί μεταβολής των δεδομένων και των συνθηκών της αγοράς είναι ταχύτατοι, η όποια δυνητική πρόοδος δεν εξαρτάται μόνο από εμάς. Εξαρτάται επίσης από την υποστήριξη που μπορούμε να εξασφαλίσουμε και από το εξωτερικό, ειδικά στο κομμάτι της χρηματοδότησης της οικονομίας και του επιχειρείν.
Για να εξασφαλίσουμε την πρόοδο αυτή, οφείλουμε η προσέγγισή μας ως Ελληνικής Δημοκρατίας να βασίζεται στον ρεαλισμό, στο εφικτό, και όχι στο ουτοπικό και λαϊκίστικο.
Το να χαϊδεύεις τα αυτιά είναι ό,τι πιο εύκολο. Σε κάνει αρεστό, αλλά ταυτόχρονα «κρύβει κάτω από το χαλί» όλο και περισσότερα προβλήματα και όλο και πιο βαθιά.
Κυρίως όμως διαμορφώνει στην κοινωνία συνθήκες και νοοτροπία ελάσσονος προσπάθειας, δηλαδή νοοτροπία που οδηγεί στο βάλτωμα και στη μη πρόοδο. Η διαρκώς διευρυνόμενη απόσταση όσων λαμβάνων αποφάσεις από ρεαλιστικές θεωρίες αυξάνει, κατ’ επέκταση, γεωμετρικά και την απόσταση των πολιτών από τον ρεαλισμό, με επιπτώσεις που έχουμε βιώσει έντονα τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι του ρεαλισμού, δηλαδή οι αποκαλούμενοι και ως «συστημικοί», οφείλουν να αποδεικνύουν καθημερινά για ποιο λόγο η δική τους ρεαλιστική προσέγγιση οδηγεί στην πρόοδο, καθώς και να εξηγούν τι ορίζουν οι ίδιοι ως «πρόοδο». Διότι, διαφορετικά, η επιλογή των πολιτών σε πολιτικές που στηρίζονται σε μη ρεαλιστικές θεωρίες θα επεκτείνεται διαρκώς, με ολέθρια αποτελέσματα για την πορεία χωρών και κοινωνιών, αλλά και για τις ίδιες τις ζωές όλων όσοι επιλέγουν αυτόν τον δρόμο.
Κωνσταντίνος Κόλλιας, Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
You could find out more about the Economic Chamber of Greece HERE