Η πρώτη απλή διαπίστωση, λίγο πριν από την έλευση της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα – μιλώντας με όρους πραγματικής ζωής– είναι ότι οι σημερινοί εικοσάρηδες, τα παιδιά που γεννήθηκαν στην εκπνοή του περασμένου αιώνα, ένα-δύο χρόνια πριν από το millennium, είναι η τελευταία γενιά η οποία έχει μία αχνή παιδική ανάμνηση του κόσμου στην προ digital εποχή.
Πρόκειται για τη γενιά που γεννήθηκε στο μεταίχμιο των μεγάλων αλλαγών, αυτοπροσδιορίστηκε με σημείο αναφοράς τη σημασία της συνεχούς, αδιάλειπτης ψηφιακής διασύνδεσης και, ως είθισται (με κάθε «νέα γενιά»), ως ομάδα καταναλωτών, δοκίμασε πρώτη τις καινοτομίες, άλλοτε υιοθετώντας, κάποιες φορές και απορρίπτοντας εφαρμογές (αναγκάζοντας τις εταιρείες να ρίξουν στην αγορά τη «βελτιωμένη» εκδοχή των προϊόντων τους).
Είναι τα παιδιά που ξέρουν καλύτερα από τον καθένα ότι το smartphone είναι κάτι σαν οργανική προέκτασή τους – με την «απλή» αυτή συσκευή που κρατούν στο χέρι, μπορούν να δουν ταινίες, να ακούσουν μουσικές, να επικοινωνήσουν με τους φίλους τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να μάθουν τι συμβαίνει στον πλανήτη σε real time.
Όλοι οι υπόλοιποι, πλην της εν λόγω γενιάς και, βεβαίως, όλων όσοι ακολουθούν, που απλώς να μένουν τη συνέχεια με τη σιγουριά του πρωταγωνιστή, θέτουμε το ίδιο, απαράλλαχτο, συχνά αγωνιώδες ερώτημα: Πώς θα είναι άραγε το περίφημο μέλλον; Όπως συμβαίνει σε κάθε μεταβατική περίοδο, έτσι και τώρα, η «σωστή» απάντηση είναι το στοίχημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Και, εάν για κάθε νέο προϊόν που λανσάρεται, το marketing επιδίδεται, ως οφείλει άλλωστε, σε λεπτομερείς αναλύσεις και εκτιμήσεις, βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες, μεγιστοποίησης κερδών και ρίσκου, στις Τέχνες η ιστορία είναι μάλλον διαφορετική.
Ή, μήπως, όχι;
Το σινεμά, που εξαρχής και εξ ορισμού ενσωματώνει πρώτο και πλήρως την καινοτομία, βρίσκεται μοιραία στην κορυφή, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τη μουσική – κατεξοχήν «λαϊκή», pop/ popular μορφή τέχνης.
Οι αλλαγές στη βιομηχανία είναι σαρωτικές και εντοπίζονται σε δύο βασικά σημεία: Κατ’ αρχάς, στις ψηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες εισήλθαν δυναμικά στην κινηματογραφική παραγωγή, ξεπερνώντας ταχύτατα το πρώτο στάδιο, αυτό της συνδρομητικής τηλεόρασης.
Χαρακτηριστική περίπτωση της επιτυχούς μετάβασης είναι η εξαιρετική ταινία «Roma» του Μεξικανού σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν, παραγωγής Netflix, που σάρωσε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, αλλά, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα (αυτό είναι το καλό με το day-today της δημοσιογραφίας – στο τέλος της ημέρας γίνεται «Ημερολόγιο Καταστρώματος»), ουδείς πλην του Netflix γνώριζε το box office της πιο συζητημένης ταινίας του 2018.
Για την ιστορία, τον Οκτώβριο του 2019 ο Κουαρόν υπέγραψε συμβόλαιο με την πλατφόρμα streaming Apple Tv+ για σειρές και ταινίες, τη στιγμή που η έτερη πλατφόρμα Disney+ οργανώνει τα δικά της (φιλόδοξα) σχέδια και ενώ ο βετεράνος Μάρτιν Σκορσέζε παραδίδει την, κατά γενική ομολογία, καλύτερη ταινία της καριέρας του, τον «Ιρλανδό» –με Ντε Νίρο, Πατσίνο, Τζο Πέσι– επίσης παραγωγής Netflix, την οποία οι «New York Times» χαρακτήρισαν ως «δώρο στους σινεφίλ». Πάντως, όσον αφορά τη γενέτειρα του σκηνοθέτη, τη Νέα Υόρκη, αλυσίδες κινηματογράφων, όπως η AMC, αρνήθηκαν να προβάλουν την ταινία, αντιδρώντας στον ρόλο του Netflix.
Το δεύτερο σημείο είναι, βεβαίως, οι νέες τεχνολογίες αυτές καθαυτές. Το GCI (Computer Generated Imagery) –που εντυπωσίασε με το «Τζουράσικ Παρκ» του Σπίλμπεργκ (1993) και εκτοξεύθηκε με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» (2002) και, φυσικά, με το «Avatar» (2009)– έχει εν τω μεταξύ εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε θέτει στον δημόσιο διάλογο ζητήματα όπως κατά πόσο το κινηματογραφικό σύμπαν των υπερ-ηρώων (βλέπε Marvel) είναι σινεμά ή «θεματικό πάρκο», όπως δήλωσε ο Σκορσέζε.
Διόλου αμελητέο ότι ακόμη μία χρονιά οι ηθοποιοί με τις υψηλότερες αμοιβές, σύμφωνα με τη λίστα Forbes, είναι πάλι οι πρωταγωνιστές των action movies με τα θεαματικά ψηφιακά εφέ – σημειώνεται ότι, λίγες ημέρες αργότερα, τις δηλώσεις Σκορσέζε ακολούθησε και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Πάντως, στη ταινία του ο Σκορσέζε δεν δίστασε να κάνει χρήση του νέου digital τρικ της «ψηφιακής απο-γήρανσης» (digital de-ageing process), ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το σινεμά έχει μετεξελιχθεί, και η ιστορία μέχρι τούδε του σημείου έχει περίπου ως εξής: η τηλεόραση έγινε streaming που έγινε σινεμά –και σειρές– που «προσγειώθηκε» στον υπολογιστή και το laptop, παρακάμπτοντας τη συμβατική μικρή οθόνη (πιο σωστά, βρίσκοντας μία νέα «μικρή οθόνη»), παρότι η κινηματογραφική αίθουσα υπάρχει ακόμη και, επιπλέον, συνεχίζει να «κόβει» εισιτήρια πολλών εκατομμυρίων.
Στις μεταβατικές περιόδους το παλιό και το καινούριο συμβαδίζουν, έως ότου το παλιό ξεπεραστεί εντελώς. Το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι ότι η ταινία «Joker» του Τοντ Φίλιπς, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, μία ταινία statement, σκληρή, κοφτερή, χωρίς ειδικά εφέ, με συγκριτικό πλεονέκτημα τη θηριώδη ερμηνεία του πρωταγωνιστή της, Χοακίν Φίνιξ –και, δη, στην κατηγορία Κ18 (κατάλληλη άνω των 18 ετών)–, εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο, εκτός των άλλων και εισπρακτικά.
Στη μουσική τα δεδομένα είναι λίγο ως πολύ γνωστά, καθώς το digital οδήγησε τις δισκογραφικές ένα βήμα πριν το τέλος. Ο τρόπος που καταναλώνουμε τη μουσική άλλαξε άρδην, ενώ παραδοσιακά μέσα μετάδοσής της, όπως το ραδιόφωνο, έχασαν τον κομβικό ρόλο τους (τα playlist καθιερώθηκαν σε δεύτερο χρόνο).
Τις πωλήσεις άλμπουμ αντικατέστησε αρχικά το YouTube, που έκανε την εμφάνισή του το 2005 –οι επαγγελματίες της μουσικής, συνθέτες, τραγουδιστές, ηχολήπτες, υπογράμμιζαν επί σειρά ετών την κακή ποιότητα ήχου του YouTube (παρά τις αναφορές για καλύτερη απόδοση μέσω διαφορετικών τύπων ψηφιακών αρχείων)–, και η νέα «μονάδα μέτρησης» της επιτυχίας –που σημαίνει, των πωλήσεων– έγιναν οι προβολές. Τα singles άρχισαν να πλασάρονται στο YouTube και η είδηση αφορούσε (όπως και τώρα) τον αριθμό των views.
Ακολούθησε το δημοφιλές Spotify (Free και Premium) –η υπηρεσία music streaming έζησε στιγμές δόξας τη σεζόν 2013-2014 και εξελίχθηκε σε μεγάλο παίκτη της αγοράς, προτού καν κλείσει δεκαετία– και, χάρη στα social media, που αναδείχτηκαν σε απόλυτο ρυθμιστή, η μουσική βιομηχανία αναστήθηκε. Το 2016 τα έσοδα από το streaming αυξήθηκαν κατά 69% και μεγάλες δισκογραφικές όπως η Universal Music έκλεισαν συμφωνίες με το Spotify, που εισήλθε στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του 2018, δίνοντας σε «συγγενείς και φίλους» το φιλί της ζωής. Ουδείς, πλην των απολύτως μυημένων γνωρίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο ένα τραγούδι (πόσο μάλλον, ένα άλμπουμ) ανεβαίνει στην κορυφή, καθώς οι φυσικές πωλήσεις –cd, βινύλιο– έχουν πολύ μικρότερο μερίδιο σε σχέση με τις ψηφιακές, που επιπλέον είναι από διαφορετικές πηγές.
Επί της ουσίας, ωστόσο, η μουσική κρίνεται –όπως πάντα– στο live, το οποίο καμία κονσόλα τελευταίας τεχνολογίας και κανένα εκτυφλωτικό stage δεν δύναται να περισώσει, εάν δεν υπάρχει η ποιότητα της φωνής, της ερμηνείας, της ορχήστρας ή της μπάντας. Αλλά θα ήταν παράλειψη να μη γίνει αναφορά στα show καλλιτεχνών οι οποίοι δεν είναι εν ζωή και, με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, «εμφανίζονται» σε συναυλίες με το τρισδιάστατο ολόγραμμά τους επί σκηνής –από τη Μαρία Κάλλας μέχρι τη Γουίτνεϊ Χιούστον και τον Φρανκ Ζάπα. Το ποιος λάτρης της όπερας θα πήγαινε να δει το ολόγραμμα της Κάλλας είναι βεβαίως ένα θέμα.
Κατά τα λοιπά και τουλάχιστον, προς το παρόν, εκπλήξεις δεν υπάρχουν. Ή, τουλάχιστον, βήματα έχουν γίνει, αλλά η εφαρμογή σε μαζικό επίπεδο δείχνει να είναι ακόμη μακριά.
Το θέατρο, παρά το φλερτ με τις νέες τεχνολογίες, τη χρήση των new media –πρώτα της video art και στη συνέχεια της εικονικής πραγματικότητας–, επιμένει παραδοσιακά και είναι μάλλον συγκινητικό το γεγονός ότι η αρχαία τέχνη ανθεί με τον χειροποίητο τρόπο: Σε έναν virtual κόσμο, στον οποίο παρακολουθούμε τη δράση εξ αποστάσεως, μέσα από ένα «γυάλινο φίλτρο», το θέατρο παραμένει η μοναδική αληθινή, πρόσωπο με πρόσωπο, εμπειρία.
Το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου δεν έχει χάσει την παγκόσμια αίγλη του, είναι πάντα σημείο συνάντησης χιλιάδων θεατρόφιλων, Ελλήνων και ξένων, ενώ σχήματα διεθνούς κύρους, όπως (πρόσφατο παράδειγμα) ο πιο παλιός εν ενεργεία θίασος στον κόσμο, η περίφημη Comedie Francaise, και ο διάσημος σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε, βάζουν στο πρόγραμμά τους το Αργολικό Θέατρο. Ο σαφής τρόπος με τον οποίο η θεατρική κοινότητα υπογραμμίζει τον υψηλό συμβολισμό του χώρου αποκτά ιδιαίτερο νόημα στη μεταβατική εποχή. Βεβαίως, ενδεικτικό των νέων τάσεων, που μοιραία κάποια στιγμή θα ενσωματώσει και το θέατρο, είναι το εγχείρημα της βρετανικής Royal Shakespeare Company, που ήδη από το 2016 παρουσίασε την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ με έναν εικονικό Άριελ – ο ηθοποιός υποδυόταν τον χαρακτήρα εξ αποστάσεως.
Τα αυτά ισχύουν και στη λογοτεχνία. Υποδεχτήκαμε (κάποιοι με θέρμη) το e-reader, «που χωράει 3.000 βιβλία», όπως μου έλεγε προ μηνών γνωστός Έλληνας εκδότης, την τελευταία πενταετία ανοίξαμε την πόρτα και σε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, το cli-fi (climate fiction), που έχει στον πυρήνα του την οικολογία και την κλιματική αλλαγή (και έχει αναδειχθεί ήδη σε best-seller), οι εκδοτικοί οίκοι και τα μεγάλα βιβλιοπωλεία διατηρούν τα ηλεκτρονικά καταστήματά τους, ενώ παράλληλα οι ψηφιακές πλατφόρμες-γίγαντες συνεχίζουν να κυριαρχούν στην αγορά. Από την άλλη, το βιβλίο στην παραδοσιακή του μορφή συγκινεί ακόμη, και μόλις τον Σεπτέμβριο του 2019 ο κόσμος έκανε ουρές στο Λονδίνο για τη μεσονύκτια κυκλοφορία του νέου βιβλίου της πολυβραβευμένης Μάργκαρετ Άτγουντ (η βρετανική πρωτεύουσα είχε να ζήσει κάτι ανάλογο από τα βιβλία του Χάρι Πότερ).
Ίσως, ο μεγάλος «χαμένος» της ιστορίας είναι η ποίηση, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως συζήτηση και πιθανώς ακόμη νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Τα Μουσεία, μιλώντας για τους μεγάλους οργανισμούς, όπως το Λούβρο, με 10,2 εκατ. επισκέπτες ετησίως, έχουν ήδη αρχίσει να χαράσσουν πορεία συνάντησης με το digital. Το γαλλικό Μουσείο, το οποίο, λόγω επισκεψιμότητας, βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου, παρουσιάζει αυτή την περίοδο την έκθεση «blockbuster», με αφορμή τα 500 χρόνια από τον θάνατο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (την οποία προετοίμαζε μία δεκαετία). Και, παράλληλα, για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να «συναντήσουν» την περίφημη «Μόνα Λίζα» –μπροστά από την προθήκη της οποίας, στην καλύτερη περίπτωση, έχει ο καθένας δύο λεπτά– μέσω της εικονικής πραγματικότητας. Το project έχει τίτλο «Μόνα Λίζα: Πέρα από τον καθρέπτη» και προϋποθέτει τη χρήση VR headset, προσφέροντας μία εντελώς μοναδική εμπειρία θέασης του διασημότερου έργου στην ιστορία της τέχνης.
Το μέλλον των μουσείων, που επί της ουσίας είναι οι κιβωτοί του παγκόσμιου πολιτισμού, αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς αυτά αφορούν τη συλλογική μνήμη και τη συλλογική ευθύνη. Ίσως μία μέρα, όχι πολύ μακρινή, έχουμε τη δυνατότητα μίας προσέγγισης πολύ πιο ολοκληρωμένης από αυτή που ήδη προσφέρει η πλατφόρμα Google Arts & Culture με την εικονική περιήγηση (μέσω της 360 υπηρεσίας του street view) σε μεγάλα μουσεία, μεταξύ των οποίων και ελληνικά.
Μία βιωματική εμπειρία ολικής εμβύθισης στο εικονικό περιβάλλον. Αυτή είναι ίσως η πιο αξιόπιστη περιγραφή όσον αφορά τις τέχνες (αλλά και κάθε πτυχή της ζωής) στο μέλλον. Ένα μέλλον που αυτή τη στιγμή μοιάζει μακρινό, αλλά που, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, θα βιώνεται ως «μεικτή πραγματικότητα».
Το νέο αφήγημα θα οικοδομηθεί με βάση το τρίπτυχο: επαυξημένη πραγματικότητα (augmented reality), εικονική πραγματικότητα (virtual reality), τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καλλιτέχνης και γκουρού της VR, Κρις Μιλκ, έχει δηλώσει ότι το storytelling θα αντικατασταθεί από το story living, κάνοντας λόγο για «πλήρως ενσωματωμένες ψηφιακές εμπειρίες».
Εάν αυτό σημαίνει ότι θα ακούμε το waltz Νo.2 του Σοστακόβιτς και με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας θα περπατάμε ταυτόχρονα σε ένα ανθισμένο λιβάδι, ότι οι ταινίες θα γυρίζονται εξ ολοκλήρου με κάμερες 360 μοιρών, ότι θα παρακολουθούμε μία θεατρική παράσταση στην οποία οι μισοί ηθοποιοί θα είναι ψηφιακοί και το σκηνικό περιβάλλον virtual ή ότι θα διαβάζουμε ένα βιβλίο από το οποίο θα «ξεπετάγονται» άνθρωποι, θάλασσες, δέντρα και γέφυρες σε τρεις διαστάσεις (ακόμα καλύτερα, θα μπαίνουμε και οι ίδιοι στο βιβλίο και, παρέα με τους ήρωες, θα γινόμαστε μέρος της ιστορίας και, δη, διαδραστικά, αλλάζοντας κατά το δοκούν ακόμη και το φινάλε), ουδείς γνωρίζει.
Το θέμα έχει τεράστιες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις και οι πλέον νηφάλιοι αφήνουν μία ταπεινή υποσημείωση που αξίζει να ληφθεί υπόψη: Η τέχνη της εικονικής πραγματικότητας απαξιώνει την αντίληψη που έχουμε για τον αληθινό κόσμο.
Επειδή, ωστόσο, η Τέχνη είναι ευαίσθητο δεδομένο και σε δύσκολους καιρούς γίνεται «πυρηνικό καταφύγιο», ο τόπος στον οποίο ο καθένας μας ακουμπάει ένα μέρος της ψυχής του, πιθανώς αξίζει να κρατήσουμε τον στίχο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά…».
Ίσως επειδή, πέρα από τον ψηφιακό πολιτισμό, που κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει ως τη νέα «φωτιά του Προμηθέα», και πέρα από τις πανίσχυρες αγορές, το στοιχείο που προσδίδει τα πλέον ανθρώπινα από τα χαρακτηριστικά μας θα είναι πάντα μία ιστορία και ένα τραγούδι.
Ειρήνη Ορφανίδου, Δημοσιογράφος